- πλημμύρῃ
- πλημμύ̱ρῃ , πλήμμυραfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλημμυρῇ — πλημμῡρῇ , πλημμυρέω pres subj mp 2nd sg πλημμῡρῇ , πλημμυρέω pres ind mp 2nd sg πλημμῡρῇ , πλημμυρέω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμυρώ — άω και έω / πλημμυρῶ, έω, και πλημμύρω και πλημύρω και πλημυρῷ, ΝΜΑ 1. πλημμυρίζω, ξεχειλίζω (α. «πλημμυράνε τα ποτάμια» β. «τὸν Ῥῆνον... κατ ἐκεῑνο τοῡ πόρου μάλιστα πλημμυροῡντα», Πλούτ.) 2. (για χώρο) κατακλύζω με νερό (α. «σπάνε οι σωλήνες… … Dictionary of Greek